σκᾶπτρον

σκᾶπτρον
σκῆπτρον
staff
neut nom/voc/acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκάπτρον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σκήπτρο …   Dictionary of Greek

  • σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόσκαπτρος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που κρατά χρυσό σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] ) + σκαπτρος, δωρ. τ. τού σκηπτρος (< σκᾶπτρον, δωρ. τ. τού σκῆπτρον), πρβλ. φιλό σκηπτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”